Translate

14 Φεβρουαρίου 2020

Αγριοτριανταφυλλιά, Κυνόροδο, Σκυλοτριανταφυλλιά ( Rosa canina ) 

 

Η αγριοτριανταφυλλιά ανήκει στην οικογένεια των Ροδανθών (Rosaceae) είναι θάμνος αυτοφυής, πολυετής, φυλλοβόλος, πολύκλαδος, αγκαθωτός που φτάνει έως και τα 3 μέτρα ύψος, οι βλαστοί είναι καλυμμένα με μικρά, αιχμηρά, αγκάθια.


Τα φύλλα της είναι μικρά, λεία, οδοντωτά πτεροειδή, με 5-7 φυλλάρια.
Τα άνθη έχουν χρώμα κυρίως ρόδινο ή λευκό, είναι πτεροειδή, και έχουν 5 πέταλα, και πολλούς στήμονες.
Την Rosa canina τη συναντάμε σε πλαγιές σε ξέφωτα δασών, σε ηλιόλουστες περιοχές, σε χαράδρες, σε ρυάκια, σε ποτάμια, σε πλαγιές ή ως φυσικό φράχτη ανάμεσα σε χωράφια.

Στη Βουλγαρία, όπου αναπτύσσεται σε αφθονία, οι καρποί της χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενός γλυκού κρασιού.
Οι Ινδιάνοι της Αμερικής χρησιμοποιούσαν τους καρπούς της αγριοτριανταφυλλιάς για να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό σύστημα και να αντιμετωπίσουν τυχών αρρώστιες.


Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα και παραφυάδες.
Ανθίζει την άνοιξη μέχρι και τον Ιούνιο.
Δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος πορτοκαλί.

Ψευτορίγανη, χαμοθρούμπι, θρούμπι, θρούμπα, έρπυλλος, γαιδουροθυμό ( Thymus longicaulis )

Είναι θάμνος αειθαλής πολυετής, που φτάνει μέχρι και τα 40 εκατοστά ύψος.
Μοιάζει με το θυμάρι τα φύλλα του όμως είναι πλατύτερα.

Έχει άνθη ρόδινα, μικρά σε πυκνές ταξιανθίες.
Το γένος Thymus έχει περίπου 350 είδη αρωματικών φυτών που τα συναντάμε στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, τη Βόρεια Αφρική και την Ασία.
Φυτρώνει σε ηλιόλουστα μέρη, σε βραχώδη εδάφη και σε θαμνότοπους.
Η θρούμπα είναι ένα φυτό αρωματικό θαμνώδες, ευδοκιμεί, ιδιαίτερα σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές .
Από την αρχαιότητα χρησιμοποιείται σαν βότανο για τις διάφορες ασθένειες αλλά και σαν αρωματικό στη μαγειρική.
Στην αρχαία Ελλάδα το έβαζαν στο κρασί (θρυμβίτης οίνος) ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν αφέψημα θρουμπιού για να ξεπλένουν τα βαρέλια πριν βάλουν το κρασί για να σκοτώσουν τους παραμύκητες.
Παλιά όταν είχαν πληγές στο στόμα ή στο λάρυγγα, έκαναν γαργάρα με αφέψημα από θρούμπι και κρασί και μετά το κατάπιναν, 3-4 σταγόνες από το χυμό του φυτού στα αφτιά πριν τον ύπνο βελτιώνουν την ακοή και σταματούν τον βόμβο.
Οι παλιοί Κρητικοί καταπολεμούσαν τις φθειρειάσεις των ζώων τους με αφέψημα από θρούμπι, σκέπαζαν ακόμα με φύλλα από θρούμπι το τυρί που έβαζαν στην άλμη για να πάρει το τυρί το άρωμά του.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και παραφυάδες.
Ανθίζει Απρίλιο Μάιο και στα νησιά μας καλύπτει το κενό μέχρι την ανθοφορία του θυμαριού.
Ο χειμώνας με βροχοπτώσεις καθώς και ο υγρός και ζεστός καιρός κατά την ανθοφορία του επιμηκύνουν την ανθοφορία και την μελιτοπαραγωγή.
Ακόμη και τις κακές χρονιές δίνει παραγωγή.
Δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος κρεμ.

Χωνάκι, άγριο περικοκλάδι, φουστανελάς, καμπάνα, ( Convolvulus althaeoides )

Πολυετής πόα με ρίζα.
Αναρριχώμενο τριχωτό φυτό μέχρι ένα μέτρο ύψος.

Τα φύλλα του είναι έμμισχα και εναλλάσσονται. Τα χαμηλά είναι σε σχήμα καρδιάς και τα πιο πάνω σε σχήμα παλάμης.
Τα άνθη του βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων, με μακρύς ποδίσκους και μοιάζουν με μικρά χωνιά, που έχουν χρώμα ρόδινο.

Υπάρχουν δύο είδη. Το άγριο και το ήμερο. 
Το άγριο έχει μικρότερα άνθη χρώματος ασπρορόδινου και φύλλα επιμήκη και λεία.
Τα παιδιά έκοβαν τα άνθη του και ρουφούσαν το νέκταρ που κρύβουν στη βάση της χοάνης.

Οι καρποί του είναι κάψες σχεδόν σφαιρικές.
Φυτρώνουν στις άκρες των δρόμων, σε ξηρούς και άγονους τόπους.
Είναι φυτό της Μεσογείου.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και μοσχεύματα.
Ανθίζει Απρίλιο μέχρι και Ιούνιο.
Δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος κρεμ.

Χωνάκι, περικοκλάδα, μικρό περικοκλάδι ( Convolvulus arvensis )

Φυτό ποώδες πολυετές, έχει βλαστούς που έρπονται ή αναρριχώνται.

Φύλλα μικρά , ακέραια, Βελοειδή.
Τα λουλούδια είναι σε σχήμα χωνιού, με διάμετρο από 1 έως 2,5 εκατοστά.
Είναι λευκά ή απαλά ροζ, με πέντε ελαφρώς πιο σκούρες ρίγες.
Ανθίζει Ιούνιο μέχρι και Σεπτέμβριο.
Φυτρώνει σε χέρσους αγρούς και εδάφη, καθώς και σε φράκτες. 
Είναι γνωστό ζιζάνιο των κήπων και των καλλιεργειών.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και μοσχεύματα.
Δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος λευκού.

Χωνάκι, περικοκλάδα, καμπανέλα ( Convolvulus cantabricus )

Φυτό πολυετές, μη αναρριχόμενη, χνουδωτή με έρπον ρίζωμα.
Έχει βλαστούς αραιούς μήκους από 20 έως 50 εκ.



Φύλλα μικρά , λογχοειδή πράσινα χνουδωτά.
Τα λουλούδια είναι σε σχήμα χωνιού, με διάμετρο από 1 έως 4 εκατοστά περίπου και είναι ρόδινα.
Ανθίζει Μάιο μέχρι Ιούνιο.


Φυτρώνει σε χέρσους αγρούς και εδάφη, καθώς και σε φράκτες. Είναι γνωστό ζιζάνιο των κήπων και των καλλιεργειών.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και μοσχεύματα.
Δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος κρεμ.

Χειμώνανθος (Chimonanthus praecox)

Φυλλοβόλος θάμνος, με ύψος μέχρι 4m.
Φύλλα μακρόστενα, μεγάλα που αναπτύσσονται την άνοιξη μετά την ανθοφορία.


Φυτό άγνωστο στην χώρα μας, αλλά με ευρύτατη διάδοση στην γειτονική μας Ιταλία και γενικά στην Ευρώπη και προέρχεται από την μακρινή Κίνα.
Ιδιαίτερα σκληρό φυτό, δεν προσβάλλεται από ασθένειες.
Ανθίζει από Νοέμβριο μέχρι και Μάρτιο.

Ο Χειμωνανθός αναπτύσσεται σε όλα τα εδάφη αρκεί να στραγγίζουν καλά, σε ηλιόλουστες και ημισκιερές θέσεις.
Αντέχει στο ψύχος (-20 έως -30o C) και στις ασθένειες και δεν έχει εχθρούς.
Άνθη με μακρόστενα πέταλα σε κίτρινο έντονο χρώμα με πορφυρούς ανθήρες στο κέντρο, σε σχήμα αστεριού.
Μεθυστικό έντονο άρωμα.
Έχει μεγαλόσχημα λογχοειδή φύλλα σε ανοιχτό πράσινο χρώμα, όχι ιδιαίτερης πυκνότητας.
Δίν
ει νέκταρ και γύρη.

Χαρουπιά, ξυλοκερατιά, κερατιά, τερατσιά, κουντουριδιά ( επιστ. έλλοβος, κερατέα ) (Ceratonia siliqua )

 Δέντρο αειθαλές , ανήκει στην οικογένεια των Κυαμοειδών και στην τάξη των Κυαμωδών.
Το είδος Ceratonia siliqua θεωρείτο ότι ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος του γένους, πράγμα που δεν ευσταθεί μετά την περιγραφή ενός ακόμα είδους, που περιλαμβάνει δύο υποείδη:



Ceratonia oreothauma subsp. Oreothauma που βρίσκεται στην Υεμένη.

Ceratonia oreothauma subsp. somalensis που είναι ιθαγενές της Σομαλίας.

Η χαρουπιά είναι δέντρο μακρόβιο, πολύγαμο, μόνοικο ή δίοικο, ιθαγενές της Μεσογείου.
Έχει φλοιό καστανόφαιο, λεπτό, κόμη πυκνή, συνήθως
σφαιρική, φύλλα πτερωτά με 4 – 10 φυλλάρια ακέραια,
δερματώδη, βαθυπράσινα και γυαλιστερά από πάνω, ωχροπράσινα από κάτω, άνθη με βαριά οσμή, χωρίς πέταλα, μικρά, σε μασχαλιαίους ή πλευρικούς κοκκινωπούς βότρυες, δίκλινα συνήθως, με κάλυκα μικρό, πρασινωπό, πεντάλοβο, πέντε στήμονες, μακριούς στα αρσενικά άνθη, κοντούς και, κατά κανόνα, άγονους στα θηλυκά ή ερμαφρόδιτα.

Καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από
τα υγρά και τα άπορα.
Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται
για πολλά χρόνια.
Η ωρίμανση του καρπού διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο, από το Φθινόπωρο που γίνεται η ανθοφορία μέχρι τα τέλη Αυγούστου του επόμενου έτους που αρχίζουν να πέφτουν οι ώριμοι πια καρποί.


Τα φύλλα της είναι σύνθετα, σκληρά, ωοειδή με λείες παρυφές και σχηματίζουν πυκνό φύλλωμα.
Μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 15 μέτρα, βρίσκεται σε όχθες ποταμών και παράκτιες περιοχές της Μεσογείου είναι δε γνωστή και με το όνομα ξυλοκερατιά, ενώ στην Κύπρο ως "τερατσιά", από την αρχαιοελληνική λέξη κεράτιον, για το χαρούπι.
Από τη λέξη κεράτιον προέρχεται και η λέξη καράτι, γιατί το βάρος του σπόρου των χαρουπιών ορίστηκε ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης .
Στην Ελλάδα βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές νησιώτικες περιοχές και κυρίως στην Κρήτη, Μάνη, Σάμο, αλλά καλλιεργείται και σε φυτώρια για τον καλλωπισμό δρόμων και πάρκων.

Στην Κύπρο καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μελισσοκομικό φυτό πολύ σημαντικό για τις ξηροθερμικές περιοχές.
Μπορεί να αποτελέσει την βασική πηγή γύρης και μελιού, για την διαχείμαση των μελισσιών, στα ξηρά νησιά μας και σε άγονα μέρη της Πελοποννήσου .
Τα άνθη της είναι μικρά, πράσινα, χωρίς πέταλα.
Ανθίζει στις αρχές του φθινοπώρου.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρους και μοσχεύματα την Άνοιξη.
Δίνει νέκταρ και γύρη ενώ με ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας δίνει και μελίτωμα.

Φράξος, Μελία, Φράξος ο Όρνος, Μικρός φράξος, Φράξινος, Μάννα, Μελιά, (Fraxinus ornus )

Ο φράξος είναι μεσαίου μεγέθους δένδρο, ανήκει στην ίδια οικογένεια Oleaceae, έχει ύψος που μπορεί να φτάσει και τα 15 μέτρα και κόμη ελαφρώς πεπλατυσμένη στρογγυλή έως 5 μ. διάμετρο, με λείο γκρίζο φλοιό.
Τα φύλλα του κατ’ εναλλαγή, σύνθετα, πτεροειδή, 20-30 εκατοστά μήκος, με 5-9 φυλλάρια ωοειδή έως λογχοειδή, με ελαφρώς οδοντωτή και κυματιστή περίμετρο, με χρώμα μεταβλητό έντονα πράσινο το καλοκαίρι και καστανό-κόκκινο, χρυσό-κίτρινα το φθινόπωρο.
Τα λευκά του άνθη αποτελούνται από δύο στήμονες και τέσσερα στενά πέταλα και βρίσκονται στις άκρες των κλαδιών σε όρθιους σύνθετους βότρεις.
Σχηματίζονται μαζί με την εμφάνιση των φύλλων από τον Απρίλιο με Μάιο έντονα αρωματικά.

Το άνθη του είναι λευκά, ομαδοποιημένα, ο καρπός του μικρό κάρυο με μακρόστενο μεμβρανώδες πτερύγιο, με μήκος 1,5-2,5 εκατοστά, στην αρχή πράσινο και καστανό στην ωρίμανση.
Είναι δέντρο ιθαγενές σε Ινδίες, Αυστραλία και Β. Αμερική. Έχει εισαχθεί εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα όπου έχει εγκλιματισθεί ως καλλωπιστικό φυτό.
Το συναντάται σε όλη τη χώρα σε θαμνότοπους σε μικτά δάση, σε βραχώδεις και ασβεστολιθικές τοποθεσίες.
Ο φράξος συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό δέντρο για τα διακοσμητικά άνθη του σε ξηρά, αλατούχα και αλκαλικά εδάφη, ανέχεται τη σκιά αλλά όχι της θαλάσσιες έκθεσης.


Έχει μικρές απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες ακόμη και κάτω των -20°C, είναι ανθεκτικό στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και με εμβολιασμό.
Είναι ένα πολύ καλό μελισσοκομικό φυτό που δίνει μέλι και άφθονη κατακίτρινη γύρη, που κάνει τις μέλισσες, να στριμώχνονται για την συλλογή της.

Φούσκα, Ποντίκια, Αγριοσιναμική ( Colutea arborescens )

Είναι φυλλοβόλος πυκνόκλαδος θάμνος με ύψος μέχρι 4 μέτρα με πολλές διακλαδώσεις.
Τα φύλλα του είναι πτεροειδή, κατ’ εναλλαγή, με 7-13 φυλλάρια ωοειδή, έως 3 εκατοστά, πράσινα και με χνούδι στην κάτω επιφάνεια.

Τα άνθη του είναι πεταλουδόμορφα , κίτρινου χρώματος, με κόκκινα στίγματα, μήκους έως 3 εκατοστά, σε όρθιους βότρεις ανά 3-8, είναι ερμαφρόδιτα και γονιμοποιούνται από τις μέλισσες την Άνοιξη.
Ο καφέ καρπός μοιάζει με φούσκα, είναι μεγάλος 6-8 εκατοστά, με πολλούς τοξικούς σπόρους, ωριμάζουν το καλοκαίρι μέχρι και το φθινόπωρο. 

Ο καρπός όταν πιεστεί με τα δάχτυλα σκάει το λεπτό περίβλημα και προκαλεί θόρυβο που ακούγεται σαν κρότος.
Το συναντάμε αυτό σε όλη την Ελλάδα. Είναι εύκολο φυτό και καλλιεργείται σε κήπους σε ηλιόλουστες θέσεις σε καλά στραγγιζόμενα, ξηρά ή νωπά, ελαφριά εδάφη, αντέχει τους ισχυρούς ανέμους, και τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που φθάνουν μέχρι και τους -20 °C.

Για θεραπευτικούς σκοπούς συλλέγονται τα φύλλα του που είναι πικρά έχουν όμως μεγάλη ποσότητα βιταμίνης C. 
Είναι διουρητικά και καθαρτικά και χρησιμοποιούνται μερικές φόρες ως υποκατάστατο των φύλλων Αιγύπτου (Σένα) αλλά με πολύ πιο ήπια δράση.
Ανέχεται την ατμοσφαιρική ρύπανση και δημιουργεί συμβιωτικές σχέσεις με κάποια βακτήρια στις ρίζες του.
Πολλαπλασιάζετε με σπόρο που έχει μουλιάσει 24 ώρες σε ζεστό νερό πριν τη σπορά σε σπορείο ή με μαλακά μοσχεύματα.
Ανθίζει Μάιο μέχρι και Σεπτέμβριο.
Δίνει νέκταρ και γύρη κοκκινοπορτοκαλί χρώματος.

Φουντουκιά, Λεπτοκαρυά(Corylus avellana)

Η Φουντουκιά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, φυλλοβόλο φυτό η φουντουκιά ανήκει στην τάξη των Φηγωδών (Fagales) και στην οικογένεια των Σημυδοειδών (Betulaceae).

Τα είδη της είναι ψηλά δέντρα που φτάνουν σε ύψος και τα 35 μέτρα ή θάμνοι με ύψος 3-4 μέτρα. Τα φύλλα της είναι ωοειδή, ενώ εναλλάσσονται και φέρουν τρίχες. 
Τα άνθη της φουντουκιάς έχουν διαφορές μεταξύ τους και τα αρσενικά σχηματίζουν μακριές ταξιανθίες ενώ στα θηλυκά οι ταξιανθίες είναι μικρές και περιβάλλονται από λέπια.
Οι φουντουκιές είναι αυτοφυείς και άγριες ή καλλιεργούνται, για τους νόστιμους καρπούς τους τα φουντούκια. Το φουντούκι έχει στρογγυλό σχήμα με γωνίες και φέρει περίβλημα το οποίο βγαίνει εύκολα και σκληρό περικάρπιο.

Η φουντουκιά είναι ανθεκτική σε χαμηλές θερμοκρασίες, ιδιαίτερα οι θαμνώδεις ποικιλίες. Αναπτύσσεται σχετικά γρήγορα και προτιμά τα υγρά και δροσερά μέρη. Οι ανοιξιάτικοι παγετοί μπορούν να βλάψουν τα άνθη της. Στο έδαφος δεν έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις, ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών. Η συγκομιδή γίνεται όταν τα φουντούκια παίρνουν χρώμα καστανό. Στη συνέχεια αφαιρούνται τα περιβλήματα τους και τοποθετούνται σε ειδικούς κλιβάνους για να ξηραθούν. Έπειτα, διοχετεύονται σε ειδικά μηχανήματα για το σπάσιμο του κελύφους, τους σπαστήρες φουντουκιών.
Τα φουντούκια είναι θρεπτικά, πλούσια σε πρωτεΐνες και ανόργανα στοιχεία. Τρώγονται κυρίως ψημένα και είναι από τους πολύ καλούς ξηρούς καρπούς. 

Χρησιμοποιούνται στη σοκολατοβιομηχανία, στη ζαχαροπλαστική και στην αρτοποιία όπου αλέθονται μαζί με σιτάρι για την παραγωγή ψωμιού.
Υπάρχουν αρκετά είδη φουντουκιάς και στην Ελλάδα βρίσκουμε δύο: Την ήμερη φουντουκιά ή λεπτοκαρυά (Corylus avellana - Κόρυλος η αβελλάνα) και την αγριοφουντουκιά. Το όνομα κόρυλος ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική λέξη «κόρυς» (περικεφαλαία), καθώς ο καρπός του φουντουκιού όταν είναι φρέσκος περιβάλλεται από φλοιώδες περίβλημα κάνοντάς το να μοιάζει με στρατιωτικό κράνος. Η λέξη φουντούκι έχει τούρκικες ρίζες (fındık) και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο από τον καιρό της τουρκοκρατίας.
Η λεπτοκαρυά είναι μικρό δέντρο που δεν ξεπερνά σε ύψος τα 6 μέτρα, τα φύλλα της είναι στρογγυλά με μυτερές άκρες και ο καρπός της σκεπάζεται από ένα κυπελλοειδές περικάρπιο με οδοντωτά χείλη. Καλλιεργείται στην Ημαθία, Πέλλα, Δράμα και Καβάλα σε μικρή έκταση.

Η αγριοφουντουκιά είναι αυτοφυής βρίσκεται μεμονωμένα σε διάφορα δάση της χώρας. Οι καρποί της είναι γνωστοί ως φουντούκια Κωνσταντινούπολης.
Άλλα είδη φουντουκιάς είναι η γιγάντια με ύψος 35 μέτρων και μεγάλη παραγωγή μακρύκαρπων φουντουκιών.
Η φουντουκιά του Θιβέτ (Corylus ferox - Κόρυλος η θηριώδης) με καλής ποιότητας φουντούκια και πλούσιο φύλλωμα καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό φυτό.
Aνθίζει τον Ιανουάριο, προτού βγάλει φύλλα και τα άνθη της είναι ανθεκτικά στο ψύχος.
Τα άνθη της ξεχωρίζουν σε άρρενα (ίουλοι κρεμαστοί) και θήλεα (πλευρικά των βλαστών 2-5 μαζί). 
Δηλαδή το φυτό είναι μόνοικο και δικλινές.
Τα άρρενα έχουν μόνο μελισσοκομικό ενδιαφέρων, γιατί δίνουν γύρη χρώματος ωχροκίτρινου.

Φλώμος ή φλόμος, μελισσαντρό, βερμπάσκο, καλάνθρωπος, γλώσσα, σπλόνος, λαμπάδα του Αγίου Ιωάννη, αγκάθαρος, αλισφακιά, αλεπουκιά, αϊκέρι, ασπίωνας, ζωχαδοβότανο,μελισανδρούλα, σφάκα, αστρίωνας ( Verbascum undulatum )

Ανήκει στην οικογένεια των Σκροφουλαριίδων (Scrophulariaceae). 
Πρόκειται για βότανο αυτοφυές και αρκετά κοινό σε Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Ασία, ενώ έχει μεταφερθεί και στην Αμερική και την Ωκεανία.
Στην Ελλάδα ευδοκιμεί σε όλες τις περιοχές ενώ παρουσιάζει την μεγαλύτερη ποικιλομορφία των ειδών στην περιοχή της Μεσογείου.
Ο φλόμος είναι φυτό διετές, δικοτυλήδονο που φυτρώνει σε εδάφη ακαλλιέργητα, πετρώδη, στις άκρες δρόμων, σε λιβάδια και σε όχθες. 

Το φυτό αποτελείται συνήθως από έναν κεντρικό κορμό, αν και μπορεί να διακλαδίζεται και φθάνει σε ύψος μέχρι τα 2 μέτρα.
Τον πρώτο χρόνο βγάζει μόνο φύλλα και αναπτύσσει τον κορμό του. 

Γύρω από αυτόν αναπτύσσονται σε αστεροειδή διάταξη πολλά πράσινα λογχοειδή, παχιά και ελαφρώς τριχωτά φύλλα, αν και σε ορισμένα είδη είναι λεία (άτριχα).
Το δεύτερο χρόνο της ζωής του, στην κορυφή του φυτού εμφανίζονται τα άνθη του που έχουν κίτρινο χρώμα, είναι μικρά με διάμετρο 1.5-3 εκατοστά, με πολύ μικρό μίσχο, ενώ διαθέτουν πέντε κάλυκες και πέντε στήμονες. 
Από το 2000 κυκλοφορεί ένας αριθμός νέων υβριδικών ποικιλιών, οι οποίες έχουν αυξημένα μεγέθη ανθέων, βραχύτερα ύψη και μια τάση να είναι μακροβιότερα φυτά.
Ένας αριθμός έχει νέα χρώματα για αυτό το γένος. Τα χρώματα των πετάλων στα διαφορετικά είδη, περιλαμβάνουν: το κίτρινο (το πιο συνηθισμένο), το πορτοκαλί, το κόκκινο-καφέ, το μωβ, το μπλε ή το λευκό.
Ο καρπός του είναι σε κάψα με ωοειδή μορφή και οι σπόροι του είναι μικροί και ακανόνιστου σχήματος. Υπάρχουν πολλά είδη του φυτού, (περίπου 360) και 44 από αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα.
Μία ενδιαφέρουσα παραδοσιακή χρήση του φυτού αυτού, στο ψάρεμα σε ποτάμια, αλλά και στη θάλασσα. 

Οι παραδοσιακοί ψαράδες κοπάνιζαν αποξηραμένα φύλλα και κορμούς του φλόμου και τα κατέβαζαν μέσα σε σάκους στο βυθό της θάλασσα, σε σημεία όπου υπήρχαν ψάρια, και αυτά ζαλίζονταν και είτε έπεφταν εύκολα στα δίχτυα ή αναδύονταν. Με παρόμοιο τρόπο και σε ποτάμιες περιοχές χτυπούσαν φυτά φλόμου σε πέτρες και τα έριχναν στο νερό με αποτέλεσμα τα ψάρια να ζαλίζονται και να συλλέγονται. Έτσι προήλθε η φράση "μας φλόμωσε".
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο, μοσχεύματα και με χωρισμένους βλαστούς με ρίζα.
Ανθίζει από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο.
Δίνει νέκταρ και άριστη γύρη κόκκινου χρώματος, σε δύσκολη μελισσοκομικά περίοδο.

Φλαμουριά, φιλύρα, τίλιο, φιλούρα, φιλουριά, φλάμμουλα ( Tilia cordata ή Tilia platyphylos ή Tilia tomentosa )

Είναι ένα φυλλοβόλο και εντυπωσιακό δέντρο μεγάλου μεγέθους. Στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε 5-6 είδη του γένους Tilia.
Όλα αυτά τα είδη αυτοφυούνται σε δάση είτε των βόρειων πολιτειών των Η.Π.Α. είτε της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας.
Στη χώρα μας θα δούμε αυτοφυούμενες φλαμουριές στη βόρειο Ελλάδα, στην Ήπειρο και στα βουνά της Πελοποννήσου.
Αναλόγως του είδους, το ύψος της φλαμουριάς κυμαίνεται μεταξύ 15-40μ., η διάμετρος της κόμης τους από 5 ως 15μ. ενώ το πάχος των κορμών μπορεί να φτάσει και τα 4μ.!

Τα λουλούδια είναι λευκοκίτρινα, αρωματικά, εμφανίζονται από τον Μάιο και ως τον Ιούλιο (αναλόγως του είδους) και προσελκύουν τις μέλισσες.
Τα φύλλα είναι σε σχήμα καρδιάς και πριονωτά στην περιφέρειά τους, βαθυπράσινα που κιτρινίζουν το φθινόπωρο.
Η παρουσία ή όχι λευκού χνουδιού στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και στα κλαδιά είναι παράγοντας που διαχωρίζει τα είδη μεταξύ τους. Το σχήμα τους ποικίλλει από κωνικό-πυραμιδοειδές ως σφαιρικό.
Τα περισσότερα είδη φλαμουριάς προτιμούν εύκρατα κλίματα και δροσερό περιβάλλον, με εξαίρεση την αργυρόφυλλη φλαμουριά που αντέχει περισσότερο την εδαφική και ατμοσφαιρική ξηρασία.


Οι ενήλικες φλαμουριές είναι ανθεκτικές τόσο στον παγετό (αντέχουν αρκετούς βαθμούς κάτω από τους 0oC) όσο και στη ζέστη. Τα νεαρά δέντρα όμως είναι ευαίσθητα στους παγετούς.
Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες.
Ανθίζει όπως είπαμε από Μάιο έως και Ιούλιο και μερικές χρονιές , προσβάλλονται τα φύλλα της, από την αφίδα, Eucalipterus tiliae και παράγουν μελίτωμα που συλλέγουν οι μέλισσες.
Ξηρές χρονιές μπορεί να κάνουν το μελίτωμα της τοξικό για τις μέλισσες.
Χαμηλές θερμοκρασίες κατά την ανθοφορία ή βροχή σταματάνε την νεκταροέκκριση.
Δίνει νέκταρ γύρη και μελίτωμα.

Mοσχάγκαθο, φειδάγκαθο ( Eryngium campestre )

Ανήκει στην οικογένεια των Σκιαδανθών
Πόα Πολυετής , με βλαστό όρθιο, πολύ διακλαδισμένο, πολύ ακανθωτό, γλαυκοπράσινο, ύψους 20-60 εκατοστά.


Φύλλα δερματώδη, τριμερή, αγκαθωτά. Άνθη σε κεφάλια με περίβλημα από 4-6 ακανθωτά φυλλάρια.
Τα αφέψημα τους θεωρείται διουρητικό, ορεκτικό και εμμηναγωγό.


Φυτό κοινό το συναντάμε σε όλη την Ελλάδα σε άγονους αγρούς και χέρσες εκτάσεις και λόφους.
Ανθίζει τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Καλό μελισσοκομικό φυτό που δίνει σε μία εποχή δύσκολη ( Αύγουστο )νέκταρ και γύρη χρώματος μπεζ- μουσταρδί.

Φασκομηλιά, Φασκόμηλο, Αλιφασκιά, Σφακίδι, Μοσφακίδι ( Salvia officinalis )



Πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι ένα μέτρο ύψος, βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους.

Salvia ανήκουν στο γένος Salvia (Φασκόμηλο) και είναι Πολυετείς Αειθαλείς Θάμνοι.
Τα φύλλα του είναι στενόμακρα μυτερά χνουδωτά και γκριζοπράσινα.
Κάθε χειμώνα βγάζει καινούριους τρυφερούς βλαστούς.
Στο τέλος της άνοιξης βγαίνουν τα λουλούδια κατά σπονδύλους, με χρώμα πολύ ανοιχτό βιολετί.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 22 διαφορετικά είδη.


Το φυτό έχει έντονη αρωματική οσμή και καλλιεργείται για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του, ως αφέψημα και ως καρύκευμα.
Τα φύλλα που είναι και το κατεξοχήν χρησιμοποιούμενο μέρος του φυτού συλλέγονται λίγο πριν ή κατά την αρχή της ανθοφορίας με ξηρό και ηλιόλουστο καιρό, το Μάιο ή τον Ιούνιο και ξηραίνονται στη σκιά.
Στις περιοχές της Μεσογείου αποξηραίνεται και πίνεται ως αφέψημα, το γνωστό φασκόμηλο.


Το φασκόμηλο κυρίως βρίσκεται στην Νότια Ελλάδα (Πελοπόννησο- Νησιά), αλλά και στην Ήπειρο.
Το αφέψημα λαμβάνεται και σερβίρεται αμέσως μετά το βράσιμο.


Αν παραμείνει αρκετή ώρα μαζί με τα φύλλα που έβρασαν, οι πικρές ουσίες μέσα στο αφέψημα αυξάνονται και η γεύση του γίνεται δυσάρεστη.
Στη μαγειρική χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων ζωμών, φαγητών και του ξιδιού.
Η γεύση του είναι αρκετά πιπεράτη και ταιριάζει πολύ με λιπαρά κρεατικά και τυριά.
Επίσης ταιριάζει με ψάρια και θαλασσινά.



Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, η χρήση του έχει θετική επίδραση στη θεραπεία του Αλτσχάιμερ και στην υπερλιπιδαιμία.
Πάντως η χρήση του πρέπει να γίνεται με σύνεση γιατί υπάρχουν περιπτώσεις δηλητηρίασης από υπερβολική χρήση που οφείλεται κυρίως στην ουσία θουγιόνη που υπάρχει στο φυτό.



Προτιμά ηλιόλουστες περιοχές και πετρώδη, άγονα εδάφη.
Πολλοί το θεωρούν το ίδιο με το τσάι του βουνού, αλλά το λάθος είναι μεγάλο και σημαντικό, διότι οι ιδιότητές τους διαφέρουν, όπως άλλωστε και η γεύση τους.
Σε αρκετούς θάμνους σχηματίζονται σκληρά, χνουδωτά σφαιρίδια, οφειλόμενα σε προσβολή εντόμων.
Επειδή μοιάζουν με καρπούς, ο λαός τα αποκαλεί «μήλα της φασκομηλιάς», απ’ όπου το φυτό πήρε το όνομά του. Παλιότερα τα μασούσαν για να καθαρίσουν τα δόντια τους.
Το αφέψημά του χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ουλίτιδας και των δερματικών παθήσεων.
Το αιθέριο έλαιό του κατά του πονόδοντου.
Δίνει νέκταρ αρωματικό και μέλι ανοιχτόχρωμο, διαυγές υψηλής ποιότητας, το οποίο κρυσταλλώνει πολύ αργά.

Φαλαρίδα, αφαλαρίδα, κενταύριο, ζαρκαδιά, ασπράγκαθο ( Centaurea solstitialis ).

Πόα διετής ύψους μέχρι και 100 εκ. συνήθως όμως το βλέπουμε χαμηλό γύρω στα 10 εκ, επειδή είναι η αγαπημένοι τροφή των αιγοπροβάτων. 


Έχει μεγάλη μελισσοκομική σημασία, λόγω της εποχής που ανθίζει. Ανθίζει Ιούνιο και διαρκεί μέχρι και αρχές Οκτωβρίου. 

Πολλαπλασιάζεται με σπόρους.
Το συγκεκριμένο είδος αγκαθιού, λέγεται ότι φυτρώνει και ευδοκιμεί μόνο στην Ελλάδα, φυτρώνει όμως σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου. Φυτρώνει σε χέρσα και άγονα εδάφη, και είναι ενοχλητικό ζιζάνιο καλλιεργούμενων χωραφιών, που όπως φαίνεται στην φωτογραφία σχηματίζουν ένα χαλί.
Το ότι είναι οι αγαπημένοι τροφή των αιγοπροβάτων, λέγεται είναι και η αιτία για μία καλή παραγωγή! Αν δηλαδή τα βοσκήσουν τα αιγοπρόβατα έχουν περισσότερη δύναμη και δίνουν περισσότερο νέκταρ, αν το ευνοήσουν βέβαια και η καιρικές συνθήκες, με βροχές τον Μάιο μήνα και υγρασίες στα άνθη του την περίοδο της άνθισεις του.
Το κίτρινο άνθος του έχει το μέγεθος του ρεβυθιού και έχει σαν χαρακτηριστικό τα 3-5 ( συνήθως 4 ) αγκάθια που έχει περιμετρικά.
Δίνει νέκταρ και γύρη κιτρινοπορτοκαλί χρώματος, σε εποχή που δεν βρίσκουν τίποτα τα μελίσσια. Το νέκταρ έχει εξαιρετική γεύση και χρώμα χρυσοπράσινο.

Φακελωτή ( tanacetifolia Phacelia )

Η φακελωτή είναι ετήσιο ποώδες φυτό, που φθάνει σε ύψος 70 με 100 εκ. και καταλαμβάνει χώρο, διαμέτρου περίπου 30 εκατοστών.
Έχει φύλλα πτεροειδή, εναλλασσόμενα με χρώμα βαθύ πράσινο.
Τα άνθη έχουν μακριούς στήμονες, είναι χρώματος μωβ και βρίσκονται σε ταξιανθίες στάχυ.
Φυτό της Αμερικής που προσαρμόστηκε άριστα ,στις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου μας.
Είναι ένα από τα κυριότερα μελισσοκομικά φυτά γιατί,
μπορεί να δίδει παρατεταμένες ανθοφορίες , κατά παραγγελία.
Ανθίζει περίπου δύο μήνες μετά την σπορά, όποτε και αν σπείρουμε.

Δηλαδή ανάλογα με το πότε επιθυμούμε, να υπάρχει ανθισμένη
η φακελωτή για τις ανάγκες βοσκής , των μελισσιών μας.
Μπορεί να αναπτυχθεί σε όλα σχεδόν τα εδάφη, αλλά προτιμά και δίδει πολύ μεγαλύτερη παραγωγή σε εδάφη μέτρια, υγρά και ηλιόλουστα, δηλαδή τα χωράφια να έχουν μεσημβρινή έκθεση χωρίς εμπόδια που σκιάζουν τη φυτεία.
Η άνθιση διαρκεί επίσης δύο μήνες περίπου.
Έτσι για να έχουμε ανθισμένη φακελωτή τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, οπότε είναι η καλύτερη εποχή αξιοποίησής της από τα μελίσσια, η σπορά πρέπει να γίνει Ιανουάριο - Φεβρουάριο.


Για παρατεταμένη ανθοφορία φακελωτής , μπορούν να γίνουν διαδοχικές σπορές, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο, για να πάρει και τα δύο τουλάχιστον ποτίσματα που χρειάζεται.
Αποδίδει περίπου 40 με 50 κιλά μέλι το στρέμμα, όταν χρησιμοποιείται ως μελιτοφόρο φυτό.
Σαν φυτό αξιοποιείται για τροφή ζώων.
Δίνει άφθονο νέκταρ και γύρη.

Υποχοιρίδα, μουναρίδα ( Hypochaeris Achyrophorus )

Πόα ετήσια με ύψος μέχρι 40 εκατοστά.
Βλαστοί διακλαδιζόμενοι.

Φύλλα μόνο στην βάση, σε ρόδακα.
Άνθη σε κεφάλια πλάτους περίπου 15 εκατοστόν, με κίτρινα ανθίδια.


Φυτρώνει σε χέρσα χωράφια.


Πολλαπλασιασμός με σπόρο.


Ανθίζει Μάρτιο Απρίλιο.


Δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος πορτοκαλί.

Τριφύλλι έρπον, ασπροτρίφυλλο, αγριοτρίφυλλο ( Trifolium repens )

Το λευκό τριφύλλι το έρπον είναι φυτό ποώδες, πολυετές, βραδείας ανάπτυξης που απλώνεται με έρποντες βλαστούς που βγάζουν ρίζες στα γόνατα.
Φύλλα τρίφυλλα με πλατειά φυλλάρια.
Ταξιανθία σε κεφάλια. Κάθε κεφαλή έχει μέχρι 30 ανθίδια πεταλουδόμορφα , χρώματος λευκού ή λευκορόδινο.
Το έρπον ή λευκό τριφύλλι είναι ευρύτατα διαδεδομένο και απαντάται σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου, από τις αρκτικές περιοχές της Ρωσίας και του Καναδά, μέχρι τις υποτροπικές περιοχές της Αυστραλίας και της Ν. Αμερικής.

Η περιοχή της Μεσογείου αναφέρεται ως το κέντρο καταγωγής του. 
Το έρπον τριφύλλι θεωρείται ότι εξελίχθηκε στην περιοχή της Μεσογείου από πρωταρχικούς τύπους τριφυλλιού οι οποίοι κατάγονταν από τη Β. Αμερική και μετανάστευσαν μέσω της Ασίας στη Μεσόγειο.
Στη χώρα μας απαντάται ως αυτοφυές, σχεδόν σε όλες τις περιοχές και αποτελεί αξιόλογο συνθετικό φυσικών βοσκοτόπων, δασολίβαδων, χέρσων αγρών, παρυφών δρόμων κ.λπ.
Το γένος Τριφύλλιον περιλαμβάνει περίπου 300 είδη.
Στην Ελλάδα βρίσκουμε τα παρακάτω είδη.
Τριφύλλι το υβρίδιο ( Trifolium hybridum )

Το σαρκόχρωμο τριφύλλι (Trifolium fragiferum )

To κόκκινο τριφύλλι ή λειμώνιο τριφύλλι (Trifolium pratense )

Το αγριοτρίφυλλο (Trifolium resupinatum )

Πολλαπλασιάζεται με σπόρο.
Ανθίζει Μάιο μέχρι και τέλους Ιουνίου.
Δίνει άφθονο νέκταρ ( αρκεί να πέσουν βροχές, πριν και κατά την διάρκεια της βλάστησης) και γύρη χρώματος μπέζ.
Είναι από τα σπουδαιότερα μελισσοκομικά φυτά.

Τρικοκιά, Κράταιγος, Μουρτζιά, Μπουρμπουτζελιά, Τσαπουρνιά, Τσιατσιά, Ξαγκαθιά, γκρουτζιά, κουδομηλιά , μοσφιλιά , αγκούρτζακα, γλόγος ( Crataegus monoguna )

Είναι γένος της τάξης των ροδωδών που περιλαμβάνει περί τα 200 είδη.
Είναι θάμνος-δέντρο με ύψος από 5 έως 15 μέτρα, κοινός κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο.

Τα φύλλα του είναι λοβωτά. Ανθίζει το Μάιο και τον Ιούνιο.
Οι καρποί του (τσιάτσια) είναι ωοειδείς, με μήκος 8 με 12 εκατοστά και έχουν κόκκινο χρώμα.
Υπάρχουν είδη με κίτρινους, ασπριδερούς ή μαύρους καρπούς.
Τα κλαδιά και ο κορμός του φέρουν αγκάθια που έχουν συνήθως μήκος 1 με 3 εκατοστά.
Είναι εξαιρετικά ανθεκτικά στην ξηρασία. Τα περισσότερα είδη του γένους Κράταιγος είναι δέντρα ή θάμνοι ακανθοφόροι, ορισμένα είδη χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά φυτά, άλλα για τον εμβολιασμό οπωροφόρων όπως η αχλαδιά ή η μουσμουλιά.
Τα κλαδιά φέρουν ισχυρά αγκάθια και οι κλαδίσκοι έχουν πυκνό τρίχωμα.
Τα φύλλα είναι κατ΄ εναλλαγή, απλά, λοβωτά, ή σφηνοειδή με τρεις μέχρι πέντε λοβούς, χνοώδη ή γυμνά.
Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, λευκά, με έντονο άρωμα, φέρουν πέντε πέταλα και σέπαλα και είναι τοποθετημένα ανά 10-20 στις κορυφές των κλαδίσκων.
Ανθίζει από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο. Ο καρπός είναι σφαιρικός, κάπως πεπλατυσμένος με κίτρινο χρώμα το οποίο κατά την ωρίμανση αποκτά κόκκινες αποχρώσεις.

Είναι εδώδιμος και χρησιμοποιείται στην παρασκευή μαρμελάδας. Καρποφορεί από Σεπτέμβριο μέχρι Νοέμβριο. Φύεται σε υψόμετρο από 0-1800 μέτρων. Είναι είδος ολιγαρκές και εξαιρετικά ανθεκτικό στην ξηρασία.
Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα και μοσχεύματα.
Δίνει νέκταρ εξαιρετικού αρώματος και γύρη χρώματος μουσταρδί.